ράγκμπι

ράγκμπι
(rugby). Άθλημα που παίζεται με ελλειψοειδή μπάλα και στο οποίο παίρνουν μέρος δυο αντίπαλες ομάδες. Κάθε ομάδα αποτελείται από δεκαπέντε παίκτες, οι οποίοι προσπαθούν με λάκτισμα ή ελιγμούς να στείλουν την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας και να πετύχουν έτσι περισσότερους βαθμούς. To ρ. επινοήθηκε το 1823 από τον Γουίλιαμ Γουέμπς Έλις, μαθητή της αγγλικής σχολής του Ράγκμπι, ο οποίος στη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα άρπαξε την μπάλα, την έσφιξε στο στήθος του και άρχισε να τρέχει στο αντίπαλο τέρμα. Επρόκειτο βέβαια για λάθος, επειδή το ποδόσφαιρο παίζεται μόνο με τα πόδια. Από το λάθος όμως αυτό δημιουργήθηκε το νέο άθλημα, που χρησιμοποιούσε και τα χέρια αντί μόνο τα πόδια, και το οποίο υιοθετήθηκε από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και, αργότερα, του Κέμπριτζ, για να διαδοθεί τελικά σε ολόκληρη την Αγγλία. Το 1871 έγινε η κωδικοποίηση των κανονισμών του ρ., που είχε διαδοθεί στο μεταξύ και σε άλλες χώρες. Το γήπεδο του ρ. είναι παραλληλόγραμμο, σκεπασμένο με τάπητα χλόης (γκαζόν). Στιγμιότυπο από παιχνίδι ράγκμπι μεταξύ Ιρλανδίας και Αυστραλίας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Rugby Federation — Κυπριακή Ομοσπονδία Ράγκμπι Sport Rugby union Founded 2006 IRB affiliation Not affiliated …   Wikipedia

  • Équipe de Grèce de rugby à XV — Grèce Πρωτάθλημα Ελλάδας ράγκμπι ανδρών logo.png …   Wikipédia en Français

  • ράγκμπυ — και ράγκμπι, το, Ν άκλ. (αθλ.) είδος ομαδικού αθλήματος, παρόμοιο με το ποδόσφαιρο, που διεξάγεται με ελλειψοειδή μπάλα μεταξύ δύο ομάδων από 15 αθλητές η καθεμιά και στο οποίο κάθε ομάδα προσπαθεί να πετύχει περισσότερους βαθμούς από την άλλη,… …   Dictionary of Greek

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

  • Άρνολντ, Μάθιου — (Μatthew Arnold, Λάλαμ 1822 – Λίβερπουλ 1888). Άγγλος ποιητής και κριτικός. Γιος του ιστορικού Τόμας Άρνολντ, σπούδασε στη σχολή Ράγκμπι και στην Οξφόρδη. Το 1840 βραβεύτηκε για το ποίημά του Ο Αλάριχος στη Ρώμη. Το 1851 διορίστηκε επιθεωρητής… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γουόρικ — (Warwick). Πόλη (125.758 κάτ. το 2001) της κεντρικής Αγγλίας, στην κομητεία Γουόρικσαϊρ (Warwickshire). Είναι χτισμένη σε απόσταση 30 χλμ. από το Μπέρμιγχαμ, πάνω στον ποταμό Έιβον. Πρόκειται για τουριστικό κέντρο, με βιομηχανίες μηχανοκατασκευών …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”